κρετινισμός

κρετινισμός
Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ συχνά συνυπάρχει βρογχοκήλη. Διακρίνεται ένας σποραδικός κ. και ένας ενδημικός κ. Ο σποραδικός κ. οφείλεται σε ανεπαρκή ανάπτυξη ή σε συγγενή έλλειψη του θυρεοειδούς αδένα και συνήθως θεραπεύεται, όταν διαγνωστεί έγκαιρα, με τη συνεχή χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών. Ο ενδημικός κ. παρουσιάζεται σε παιδιά που γεννιούνται σε οικογένειες στις οποίες συνήθως υπάρχουν και άλλα άτομα με βρογχοκήλη και, επιπλέον, ζουν σε περιοχές όπου υπάρχουν παράγοντες που βλάπτουν τον θυρεοειδή, όπως οι ιονίζουσες ακτινοβολίες και η ανεπαρκής περιεκτικότητα του νερού και των τροφίμων σε ιώδιο. Για την προφύλαξη από τον ενδημικό κ. αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική η προσθήκη στο μαγειρικό αλάτι μικρών ποσοτήτων ιωδιούχου καλίου και ο εμπλουτισμός του νερού με ιωδίνη. Οι κρετίνοι έχουν χαρακτηριστική εμφάνιση: στρογγυλό πρόσωπο, χοντρή ρίζα της μύτης, τα μαλλιά αρχίζουν χαμηλά στο μέτωπο, τα φρύδια είναι αραιά ή λείπουν τελείως, η γλώσσα προβάλλει και είναι οιδηματώδης, το ανάστημα είναι κοντό, η κοιλιά προτεταμένη και το μυϊκό σύστημα ελάχιστα ανεπτυγμένο. Εμφανίζουν επίσης διάφορες ψυχικές ανωμαλίες, ανάλογα με τη βαρύτητα της πάθησης· συνήθως υπάρχει ολιγοφρενία. Οι κρετίνοι διαθέτουν ελάχιστη μνήμη και υστερούν σε συναισθηματικότητα. Συχνά, συνυπάρχει και κωφαλαλία. Η πρόγνωση της νόσου είναι καλή, αν αρχίσει σύντομα μετά τη γέννηση η θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη. Για τον λόγο αυτό, στις οργανωμένες μαιευτικές μονάδες εξετάζονται τα επίπεδα της θυροξίνης σε όλα τα νεογέννητα.
* * *
ο
σύμπλεγμα συμπτωμάτων που παρουσιάζονται σε βρέφη και μικρά παιδιά ως αποτέλεσμα ελλείψεως θυρεοειδικής ορμόνης και που εκδηλώνονται με ιδιωτεία, νανισμό, απουσία τριχοφυΐας, πλην τής κεφαλής, βαρηκοΐα και γεροντική μορφή τού δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cretinisme < γαλλ. cretin + κατάλ. -isme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρετινισμός — ο (λ. γαλλ.), παθολογική κατάσταση ηλιθιότητας που οφείλεται στην ελαττωματική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • μυξοίδημα — (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”